- επακουμβίζω
- και επακουμπίζω και επακκουμβίζω / ἐπακουμβίζω και ἐπακουμπίζω και έπακκουμβίζω (Μ)1. ακουμπώ, στηρίζω κάτι κάπου2. στηρίζομαι, ακουμπώ τα νώτα μου3. φρ. «ἐπακουμπίζω στα χέρια κάποιου» — εμπιστεύομαι τον εαυτό μου σε κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.